ΤΑΚΗΣ ΣΙΝΟΠΟΥΛΟΣ (1917-1981)
1 Κοιτάχτε μπήκε στη φωτιά! είπε ένας από το πλήθος.
2 Γυρίσαμε τα μάτια γρήγορα. Ήταν
3 στ’ αλήθεια αυτός που απόστρεψε το πρόσωπο, όταν του
4 μιλήσαμε. Και τώρα καίγεται. Μα δε φωνάζει βοήθεια.
5 Διστάζω. Λέω να πάω εκεί. Να τον αγγίξω με το χέρι
μου.
6 Είμαι από τη φύση μου φτιαγμένος να παραξενεύομαι.
7 Ποιος είναι τούτος που αναλίσκεται περήφανος;
8 Το σώμα του το ανθρώπινο δεν τον πονά;
9 Η χώρα εδώ είναι σκοτεινή. Και δύσκολη. Φοβάμαι.
10 Ξένη φωτιά μην την ανακατεύεις, μου είπαν.
11 Όμως εκείνος καίγονταν μονάχος. Καταμόναχος.
12 Κι όσο αφανίζονταν τόσο άστραφτε το πρόσωπο.
13 Γινόταν ήλιος.
14 Στην εποχή μας όπως και σε περασμένες εποχές
15 άλλοι είναι μέσα στη φωτιά κι άλλοι χειροκροτούνε.
16 Ο ποιητής μοιράζεται στα δυο.
Συλλογή: Μεταίχµιο Β΄, έκδοση 1957 – «προϊόν εµπειρίας του
εµφυλίου πολέµου και της µετεµφύλιας ατµόσφαιρας»
Το ποίημα χωρίζεται σε δυο
νοηματικές ενότητες:
στ. 1-13: ο αφηγητής ταυτίζεται
με τον ποιητή.
στ. 14-16: σχολιασμός και
φιλοσοφική αναγωγή του συμβάντος.
Α’ ενότητα: στ. 1-13
«Κοιτάχτε
μπήκε στη φωτιά! Είπε ένας από το πλήθος
Γυρίσαμε
τα μάτια γρήγορα. Ήταν
στ’
αλήθεια αυτός που απόστρεψε το πρόσωπο όταν του
μιλήσαμε. Και
τώρα καίγεται. Μα δε φωνάζει βοήθεια.»
Η σκηνή του ποιήματος ανοίγει με μια κραυγή γεμάτη θαυμασμό ενός από το πλήθος. Όλοι γύρισαν γεμάτοι έκπληξη τα μάτια
να δουν το παράξενο και τραγικό θέαμα.
Πρώτο μέρος (στίχοι 1-13)
Τόπος Αφήγησης: Ελλάδα
(η χώρα εδώ είναι σκοτεινή)
Χρόνος: Σε πρώτο
επίπεδο: Πιθανότατα τα η περίοδος του εμφυλίου πολέμου. Ο προσδιορισμός του
χρόνου δεν στηρίζεται στην αυτοπυρπόληση επειδή την εποχή αυτή δε μαρτυρούνται
αυτοπυρπολήσεις. Μπορούμε να στηρίξουμε ότι ο χρόνος παραπέμπει στην Ελλάδα του
Εμφυλίου στο δίστιχο: «η χώρα εδώ είναι σκοτεινή και δύσκολη. Φοβάμαι∙ ξένη φωτιά μην ανακατεύεις μου είπαν» -
στ. 9-10 – Υπαινιγμός για το κλίμα της εποχής.
Σε δεύτερο
επίπεδο: Διαχρονικότητα – Οποιαδήποτε εποχή, σε οποιαδήποτε χώρα όπου ασκείται
τυραννική εξουσία από ντόπιους ή ξένους, ή όπου υπάρχει ιδεολογικός αναβρασμός
και σημειώνονται αιματηρές συγκρούσεις ανάμεσα σε αντιμαχόμενες παρατάξεις.
Βασικά πρόσωπα της αφήγησης:
α) Ο αφηγητής –
ποιητικό υποκείμενο: Χρησιμοποιείται το α’ ενικό πρόσωπο.
β) Το πλήθος:
Παρουσιάζεται από τον πρώτο κιόλας στίχο. Ο αφηγητής, επειδή αισθάνεται μέλος
της ομάδας, χρησιμοποιεί α’ πληθυντικό πρόσωπο «γυρίσαμε, μου είπαν». Το
ποιητικό υποκείμενο ταυτίζεται με το πλήθος μόνο στη ροή της αφήγησης. Στους
υπόλοιπους στίχους ξεχωρίζει από το πλήθος, αφηγείται, ενεργεί, σκέφτεται ως
άτομο.
γ) Ο καιόμενος:
Η μόνη πληροφορία που έχουμε γι’ αυτόν είναι πως μπήκε μόνος του στη φωτιά
(αυτοπυρπόληση). Η αιτία δεν αναφέρεται ξεκάθαρα, αλλά την υπαινίσσονται οι
στίχοι 2-4: «Ήταν στ’ αλήθεια αυτός που απόστρεψε το πρόσωπο όταν του μιλήσαμε.
Και τώρα καίγεται. Μα δε φωνάζει βοήθεια.
Αφηγηματικές φωνές – πλάνα – επίπεδα ποιήματος:
Η
αφήγηση αρχίζει in medias res με τη γεμάτη θαυμασμό φωνή (Κοιτάχτε! μπήκε στη
φωτιά!) κάποιου από το πλήθος. Στη συνέχεια, το ποίημα δομείται σε τρία αλληλοσυνδεόμενα
πλάνα (σύμφωνα με τον Κ. Μπαλάσκα) που παρουσιάζονται με κινηματογραφική
τεχνική. Ο φακός κινείται ανάμεσα στα πρόσωπα (πλήθος, ποιητής, καιόμενος) που
κυριαρχούν σ’ αυτά τα πλάνα και που σκιαγραφούνται με αδρές γραμμές, ενώ
παράλληλα αντιπροσωπεύουν τρεις διαφορετικές οπτικές του κόσμου.
Α. Το
ποιητικό εγώ, που αναρωτιέται, σκέφτεται, σχολιάζει. Αρχικά, παρουσιάζεται ως
ένας από το πλήθος (αφήγηση σε α’ πληθυντικό πρόσωπο – γυρίσαμε, μιλήσαμε),
στη συνέχεια αποδεσμεύεται και μετέχει στο δράμα του καιόμενου (αφήγηση σε α’
ενικό πρόσωπο - διστάζω, είμαι φτιαγμένος να παραξενεύομαι, φοβάμαι)
για να αποκαλυφθεί στον τελευταίο στίχο, γενικά όμως (ο ποιητής),
ο ποιητής του μεταπολεμικού κόσμου.
Β. Το
πλήθος, που θαυμάζει, δεν ανακατεύεται, χειροκροτεί (αφήγηση σε β’ πρόσωπο,
χρήση βασικά προστακτικής έγκλισης που είτε προτρέπει είτε αποτρέπει – Κοιτάχτε!
// ξένη φωτιά μην την ανακατεύεις).
Γ. Ο
καιόμενος (αφήγηση σε γ’ πρόσωπο - αυτός που απόστρεψε το πρόσωπο, καίγεται,
δε φωνάζει βοήθεια, αναλίσκεται περήφανος, μονάχος, καταμόναχος, αφανίζονταν,
άστραφτε, γινόταν ήλιος).
Σκηνικό:
Χώρα σκοτεινή και δύσκολη (στίχος 9) – ανελεύθερη χώρα, «ένα τοπίο θανάτου»,
η
Ελλάδα του Εμφυλίου.
Ο στίχος 10 (ξένη
φωτιά μην την ανακατεύεις) δηλώνει και
την απαγόρευση του
πλήθους και την απαγόρευση της εξουσίας.
Αυτή η κατάσταση εξηγεί και τη στάση του καιόμενου (αγωνιστική
διαμαρτυρία) και
τη στάση του πλήθους (θαυμασμός, φόβος, ουδέτερο χειροκρότημα) και τη
στάση του
ποιητή, ο οποίος παραμένει διχασμένος.
Γλώσσα – λειτουργία του λόγου:
Λόγος πυκνός, δυνατός με λογική διάρθρωση και μελετημένη αρχιτεκτονική.
Αντιρητορική αλλά και υποβλητική υφή της γλώσσας.
Μικροπερίοδος λόγος, κυριαρχία ρήματος (28 ρήματα), λιγοστά επίθετα
(«γυμνές οι
λέξεις») δίνουν την αίσθηση ενός καθημερινού λόγου που παραπέμπει στη
μαρτυρία.
Η χρήση πολλών ρηματικών προσώπων κάνει το ποίημα να ηχεί πολυπρόσωπο
(α΄
πληθυντικού, α΄ ενικού, β΄ ενικού, γ΄ ενικού) – πρόκειται για τον λόγο
του ενός
έναντι του λόγου των πολλών.
Το ποίημα αρχίζει με μια δραματική προστακτική (Κοιτάχτε!) και ακολούθως
περνάμε σε μια στοχαστική ανάμνηση γεγονότων σε χρόνο αόριστο (μπήκε στη
φωτιά, γυρίσαμε, απόστρεψε). Στη συνέχεια, ρήματα σε χρόνο ενεστώτα
ζωντανεύουν
την ανάμνηση (καίγεται,
διστάζω, φοβάμαι), ενώ οι
παρατατικοί που έπονται
(καίγονταν, αφανίζονταν, γινόταν) δηλώνουν τη διάρκεια της πράξης και της
ανάμνησής της, τη διαχρονικότητά της.
Σύμβολα:
Χώρα σκοτεινή και δύσκολη: κάθε ανελεύθερο και καταπιεστικό περιβάλλον.
Φωτιά: σύμβολο κάθαρσης και εξαγνισμού.
Ήλιος: σύμβολο φωτός (ήλιος της δικαιοσύνης).
Καιόμενος: σύμβολο αγωνιζόμενου ανθρώπου ενάντια σε κάθε κατάσταση
σκοτεινή
και δύσκολη, ιερό σφάγιο, ο καθείς που ‘αναλίσκεται’ για ένα ιδανικό.
Ερμηνεία-αιτιολόγηση τίτλου Ο Καιόμενος:
= Ο άνθρωπος που πυρπολείται, μια θυσιαστήρια δάδα διαμαρτυρίας, αυτός
που
καίγεται και θα καίγεται χωρίς να φθείρεται (σαν τη φλεγόμενη βάτο), ο
πρωταγωνιστής στο δρώμενο αυτό.
= Ο ποιητής, ο οποίος κατά κάποιο τρόπο «καίγεται» μεταφορικά,
παραμένοντας
διχασμένος και μετέωρος.
= Ο καθένας u945 από εμάς, εάν συναισθάνεται το ηθικό αδιέξοδο στο οποίο
βρίσκεται.
Η αοριστία του τίτλου (= αυτός που καίγεται) υποδηλώνει ότι δεν πρόκειται
μόνο
για ένα ατομικό δράμα αλλά για μια πράξη εν ενεργεία, που πραγματώνεται
στο
παρόν και προβάλλεται στο μέλλον (δηλώνεται το παρόν διαρκείας, η
δυνατότητα ή
και η προτροπή επανάληψης). Τούτο, εξάλλου, δηλώνεται και με τον
παροντικό
χρόνο της μετοχής καιόμενος
που δίνει τη διάρκεια, τη
διαχρονικότητα της πράξης
(και όχι με έναν παρελθοντικό που θα σήμαινε ο καμένος, αυτός που κάηκε
και δεν
υπάρχει πια). Η σημασία της πράξης αυτής, που εν τέλει αποτελεί κατάφαση
στη ζωή
και όχι άρνησή της, έγκειται στο κέρδισμα του ‘προσώπου’ μας (πρβλ. «κι
όμως
κερδίζει κανείς το θάνατό του, το δικό του θάνατο, που δεν ανήκει σε
κανένα άλλο.
Και τούτο το παιχνίδι είναι η ζωή» - Γ. Σεφέρης).
Τάκης Σινόπουλος, «Καιόμενος» - Γιώργος Ιωάννου, «+13-12-43»
1) Το ποιητικό
υποκείμενο στον «Καιόμενο», παρόλο που συμμετέχει συναισθηματικά και στην πράξη
του ήρωα, τον θαυμάζει, θέλει να τον πλησιάσει και να τον αγγίξει, τελικά
συμμορφώνεται με τις υποδείξεις του πλήθους και μένει αμέτοχος και μετέωρος
ανάμεσα στο πλήθος και τον καιόμενο.
Ο αφηγητής στο
«+13-12-43» συμμετέχει κι αυτός συναισθηματικά στα δρώμενα. Συμπονά τα αδέρφια
του νεκρού, τα βάζει με τον εαυτό του που αν και ήταν της ίδιας ηλικίας με το
νεαρό, δεν πρόσφερε τίποτα στον αγώνα για απελευθέρωση της πατρίδας του. Αυτός
έρχεται σε σύγκρουση με το πλήθος (σε θεωρητικό επίπεδο), αντιτίθεται σ’ αυτό
και δε θέλει να έχει καμία σχέση μαζί του.
Ουσιαστικά, ούτε
ο ένας ούτε κι ο άλλος έκαναν κάτι το ξεχωριστό για να υπερασπιστούν, να
βοηθήσουν τους δύο ήρωες, έχοντας ο καθένας τις δικές του δικαιολογίες.
2) Το πλήθος
στον Καιόμενο αναγνωρίζει την προσφορά του ήρωα, τον θαυμάζει, τον επικροτεί
και χειροκροτεί. Δεν έφτασε στο σημείο να αποδοκιμάσει τον καιόμενο για την
πράξη του, κάτι που εν μέρει κάνει το πλήθος στο «+13-12-43». Σ’ αυτό το
κείμενο, το πλήθος κατ’ αρχάς τιμά τους νεκρούς με μονόλεπτο σιγή, με κατάθεση
στεφανιού, αλλά εντελώς τυπικά, χωρίς να αναγνωρίζει την προσφορά τους. Το
αποκορύφωμα, φυσικά, είναι η προδοτική φωνή που αμαύρωσε τη μνήμη των νεκρών με
τη φράση: «Καλά τους έκαναν».
Από τις Παγκύπριες Εξετάσεις:
1) Πώς παρουσιάζεται ο «καιόμενος» στο ποίημα και τι
συμβολίζει;
Καιόμενος:
·
Περιφρονεί και αποστρέφεται το αδιάφορο
και ανεύθυνο πλήθος (στ. 3-4)
·
Η πράξη του είναι συνειδητή και
μελετημένη (στ. 4)
·
Περήφανος (στ. 7)
·
Έχει αντοχή και κουράγιο (στ. 8)
·
Σηκώνει μόνος του το σταυρό του (στ. 11)
·
Όσο αφανίζεται, τόσο «αστράφτει» το
πρόσωπό του, αγγίζει τη θέωση.
Συμβολίζει:
·
Τον κάθε σκεπτόμενο άνθρωπο, τον κάθε
αγνό ιδεολόγο αγωνιστή που θυσιάζει τη ζωή του ως πράξη διαμαρτυρίας για όσα
άσχημα συμβαίνουν στη χώρα του.
2) Πώς
διαγράφεται ο ρόλος του ποιητικού υποκειμένου σε σχέση με τη στάση του πλήθους;
Στ. 1-5: Το
ποιητικό υποκείμενο αρχικά σχεδόν ταυτίζεται με το αδιάφορο και ανεύθυνο
πλήθος.
Παρακολουθεί με
έκπληξη και περιέργεια.
Στ. 5-16:
Διαφοροποιείται από το πλήθος. Συμμετέχει συναισθηματικά στην πράξη του ήρωα,
τον θαυμάζει, θέλει να τον πλησιάσει και να τον αγγίξει, διστάζει όμως και
φοβάται. Μένει αναποφάσιστος και βρίσκεται σε αμηχανία. Καλείται να ακολουθήσει
τη συμβουλή του πλήθους που επικροτεί τις γενναίες πράξεις των άλλων, φτάνει να
μην κινδυνεύει. Αλλά διαπιστώνει ότι ο «
καιόμενος» έχει
υπερβεί τη φθαρτότητα και έχει αγγίξει τη θεϊκή τελείωση, την αφθαρσία. Τελικά
το ποιητικό υποκείμενο βιώνει την αυτοθυσία του καιόμενου, περνά από το
καθαρτήριο της φωτιάς για να μπορέσει να μεταποιήσει σε ποίηση αυτό που βλέπει.
Το ποιητικό υποκείμενο, τελικά, μετέχει στα ανθρώπινα, αλλά τείνει να δει και
να αγγίξει και αυτά που βρίσκονται πέρα από τα πράγματα και την ύλη,
προκειμένου να υποψιαστεί τον άυλο κόσμο της ποίησης. Με άλλα λόγια, το
ποιητικό υποκείμενο ταυτίζεται σε κάποιο βαθμό με τον καιόμενο, βιώνει τη θυσία
του, ενώ ταυτόχρονα πατά με το ένα πόδι στην καθημερινότητα ή γίνεται ένα με το
πλήθος.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου